- ενοικίδιος
- ἐνοικίδιος, -ον και ἐνοικίδιος, -ία, -ον (AM) [οικίδιος]αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνοικίδιος — domestic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίοισι — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίου — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικιδίων — ἐνοικίδιος domestic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικίδια — ἐνοικίδιος domestic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνοικίδιοι — ἐνοικίδιος domestic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)